- νομοθεσία
- νομοθεσίᾱ , νομοθεσίαlegislationfem nom/voc/acc dualνομοθεσίᾱ , νομοθεσίαlegislationfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νομοθεσία — η 1. η πράξη του νομοθετώ, συγγραφή και επιβολή νόμων. 2. το σύνολο των νόμων που ισχύουν σε μια χώρα: Ελληνική νομοθεσία. 3. το σύνολο των νόμων και των κανόνων που ρυθμίζουν ορισμένες σχέσεις: Εκπαιδευτική νομοθεσία. – Tελωνειακή νομοθεσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νομοθεσίᾳ — νομοθεσίαι , νομοθεσία legislation fem nom/voc pl νομοθεσίᾱͅ , νομοθεσία legislation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοθεσία — Στην πλατιά του έννοια, ο όρος αυτός σημαίνει το σύνολο των γραπτών νομικών κανόνων μιας χώρας. Σε γενικότερη εκδοχή σημαίνει και το σύνολο των κανονιστικών πράξεων του κράτους, που έχουν ίση ή ανάλογη δύναμη με τον νόμο ή και ένας ιδιαίτερος… … Dictionary of Greek
αγορανομική νομοθεσία — Το σύνολο των διατάξεων που αφορούν την αγορανομία, τις αρμοδιότητες και το αντικείμενό της, τον καθορισμό των αγορανομικών αδικημάτων και των ποινών τους, τη ρύθμιση των ορίων τιμών και ποσοστών κέρδους των προϊόντων κατά κατηγορίες και,… … Dictionary of Greek
αγροτική νομοθεσία — Το σύνολο των νομικών κανόνων που ρυθμίζουν κυρίως θέματα εποικισμού ή αποκατάστασης ακτημόνων ή προσφύγων με την παραχώρηση κτημάτων του δημοσίου ή την αναγκαστική απαλλοτρίωση κτημάτων που ανήκουν σε διάφορα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η α.ν.… … Dictionary of Greek
νομοθεσίας — νομοθεσίᾱς , νομοθεσία legislation fem acc pl νομοθεσίᾱς , νομοθεσία legislation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοθεσίαι — νομοθεσία legislation fem nom/voc pl νομοθεσίᾱͅ , νομοθεσία legislation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοθεσίαν — νομοθεσίᾱν , νομοθεσία legislation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοθεσιῶν — νομοθεσία legislation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοθεσίαις — νομοθεσία legislation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)